ευφυολογία — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ευφυολογώ, το ευφυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία … Dictionary of Greek
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ευφυολόγημα — το η ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαριτολογία — η, Ν 1. η ενέργεια τού χαριτολογώ 2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη] … Dictionary of Greek
χρονογράφημα — Πεζογράφημα, μάλλον σύντομο, που συνήθως πραγματεύεται επίκαιρα θέματα και εντάσσεται συχνά στον χώρο της λογοτεχνίας. Το χ. αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα, στοχεύει μάλιστα σε ευρύτερες επιδιώξεις από τη συνηθισμένη… … Dictionary of Greek
Σεράο, Ματθίλδη — (Serao). Ιταλίδα μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος (Πάτρα 1856 Νεάπολη 1927). Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε μια επιτυχέστατη σταδιοδρομία σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 1884 παντρεύτηκε τον Εντοάρντο Σκαρφόλιο, μαζί με τον… … Dictionary of Greek
χαριτολογία — η η ομιλία με χάρη, η ευφυολογία, το ευφυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαριτολόγημα — το, ατος χαριεντολόγημα, ευφυολόγημα, ευφυολογία, κομψή αστειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)